Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ξαναχάνω [ρ.] ξάνοιγμα [ουσ ουδ.]
ξαναχρησιμοποιώ [ρ.] ξανοίγομαι [ρ. παθ.]
ξαναχτίζομαι [ρ.] ξανοίγω {ξάνοι-ξα,...
ξαναχτίζω {ξανάχτισ-... ξάνση [θηλ.ουσ]
ξαναχτίσιμο [ουσ ουδ.] ξάνσις [θηλ.ουσ]
ξαναχτύπημα [ουσ ουδ.] ξάντης {ξαντών}
ξαναχτυπώ {ξαναχτυπά... ξαντίμεμα [ουσ ουδ.]
ξαναψάχνω [ρ.] ξαντιμεύω [ρ.]
ξαναψήνω [ρ. μτβ.] ξαντό [ουσ ουδ.]
ξανθαίνω (ξάνθυνα) ξαντός [επίθ.]
ξανθιά [θηλ.ουσ] ξάπλωμα [ουσ ουδ.]
ξανθίνη [θηλ.ουσ] ξαπλωμένος [επίθ.]
ξανθισμός [ουσ αρσ ] ξαπλώνομαι [ρ.]
ξανθοκόκκινος [επίθ.] ξαπλώνω {ξάπλω-σα,...
ξανθομάλλης {ξανθομάλλ... ξαπλώστρα {χωρ. γεν....
ξανθός [επίθ.] ξαπλωτός [επίθ.]
ξανθότητα [θηλ.ουσ] ξαποστέλνω {ξαπόστ-ει...
ξανθότριχος [επίθ.] ξαραχνιάζω {ξαράχνιασ...
ξανθούλης {ξανθούληδ... ξαράχνιασμα [ουσ ουδ.]
ξανθοφύκη [θηλ.ουσ] ξάργητα [θηλ.ουσ]
ξανθοφύλλη {χωρ. πληθ... ξαργώ [-είς, -εί...
ξάνθωμα [ουσ ουδ.] ξαρμάτωμα [ουσ ουδ.]
ξανθωματώδης [επίθ.] ξαρματώνομαι [ρ.]
ξανθωψία [θηλ.ουσ] ξαρματώνω {ξαρμάτω-σ...
ξάνιον [ουσ ουδ.] ξαρμάτωτος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: