Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βαθύτατα [επίρ.] βακτηριολογικός [επίθ.]
βαθύτατος [επίθ.] βακτηριολόγος [ουσ αρσ και θηλ.]
βαθύτατος [επίθ.] βακχεία {βακχειών}
βαθύτερος [επίθ.] βακχικός [επίθ.]
βαθύτητα {χωρ. πληθ... βαλανίδι {βαλανιδ-ι...
βαθυτυπία {χωρ. πληθ... βαλανιδιά [θηλ.ουσ]
βαθύφωνο [ουσ ουδ.] βάλανος {βαλάν-ου ...
βαθύφωνος [επίθ.] βαλάντιο [ουσ ουδ.]
βαθύφωνος {-ου κ. -ώ... βαλάντωμα [ουσ ουδ.]
βαθύχρωμος [επίθ.] βαλαντώνω (βαλάντ-ωσ...
βαίνω {μόνο σε ε... βαλαντώνω (βαλάντ-ωσ...
βακαλάος [ουσ αρσ ] βαλβίδα [θηλ.ουσ]
βακελίτης {βακελιτών... βαλβιδικός [επίθ.]
βακιλοειδής [επίθ.] βαλβιδοειδής [επίθ.]
βάκιλος {βακίλ-ου ... βαλβιδόμορφος [επίθ.]
βακτηρία {βακτηριών... Βαλεντίνη [κύρ.όν. θηλ.]
βακτηριακός [επίθ.] Βαλεντίνος [κύρ.όν. αρσ.]
βακτηρίδιο {βακτηριδί... Βαλέρια [κύρ.όν. θηλ.]
βακτηριδιοκτόνο [ουσ αρσ ] βαλεριάνα {χωρ. πληθ...
βακτήριο {βακτηρί-ο... βαλεριανή [θηλ.ουσ]
βακτηριοειδής [επίθ.] βαλερικός [επίθ.]
βακτηριοθεραπεία {βακτηριοθ... Βαλέριος [κύρ.όν. αρσ.]
βακτηριοκτόνο [ουσ αρσ ] βαλές {βαλέδες}
βακτηριοκτόνος [επίθ.] βαλίτζα [θηλ.ουσ]
βακτηριολογία {χωρ. πληθ... βαλίτσα {βαλιτσών}

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: