Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

δακρυρροώ [-είς, -εί... δαλτωνισμός [ουσ αρσ ]
δακρυσμένος [επίθ.] δαμάζομαι [ρ. παθ.]
δακτυλήθρα [θηλ.ουσ] δαμάζω {δάμασ-α, ...
δακτυλίδι [ουσ ουδ.] δαμάλα {χωρ. γεν....
δακτυλικός [επίθ.] δαμάλι {δαμαλ-ιού...
δακτυλιοειδής {δακτυλιοε... δαμαλίδα {χωρ. πληθ...
δακτύλιος {δακτυλί-ο... δαμαλίζω (δαμάλ-ισα...
δακτυλιωτός [επίθ.] δαμαλισμένος [επίθ.]
δάκτυλο [ουσ ουδ.] δαμαλισμός [ουσ αρσ ]
δακτυλογραφημένος [επίθ.] δαμάσκηνο [ουσ ουδ.]
δακτυλογράφηση {-ης κ. -ή... δαμασκηνός [επίθ.]
δακτυλογραφία [θηλ.ουσ] δαμάσκο [ουσ ουδ.]
δακτυλογραφικός [επίθ.] Δαμασκός [ουσ αρσ ]
δακτυλογράφος [ουσ αρσ και θηλ.] δάμασμα [ουσ ουδ.]
δακτυλογραφώ {δακτυλογρ... δαμασμένος [επίθ.]
δακτυλοδεικτούμενος [επίθ.] δαμαστής [ουσ αρσ ]
δακτυλοθέτηση [θηλ.ουσ] δαμάστρια {δαμαστριώ...
δάκτυλος {δακτύλ-ου... Δαναοί [ουσ αρσ πληθ.]
δακτυλοσκοπικός [επίθ.] δανδής {δανδήδες}
δακτυλοφόρος [επίθ.] Δανέζα [θηλ.ουσ]
δακτυλωτός [επίθ.] δανέζικα [ουσ ουδ πληθ.]
Δαλματία [θηλ.ουσ] δανέζικος [επίθ.]
δαλματική [θηλ.ουσ] δανείζομαι [ρ. παθ.]
δαλματικός [επίθ.] δανειζόμενος [επίθ.]
Δαλματός [ουσ αρσ ] δανείζω {δάνεισ-α,...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: