Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ταγάρι [ουσ ουδ.] ταινιοθήκη {ταινιοθηκ...
Ταγγέρη [θηλ.ουσ] ταινιωτός [επίθ.]
ταγέρ {άκλ.} ταίρι {χωρ. γεν....
ταγή [θηλ.ουσ] ταιριάζει [ρ. απρ.]
ταγιατέλες [θηλ. ουσ πληθ.] ταιριάζω {ταίρια-ξα...
ταγιέρ [ουσ ουδ.] ταίριασμα {ταιριάσμ-...
τάγισμα [ουσ ουδ.] ταιριαστά [επίρ.]
τάγιστρο [ουσ ουδ.] ταιριαστός [επίθ.]
ταγκάδα [θηλ.ουσ] τάισμα [ουσ ουδ.]
τάγκιασμα [ουσ ουδ.] ταϊφάς {ταϊφάδες}
ταγκίζω μππ. ταγκι... τακερός [επίθ.]
ταγκίλα [θηλ.ουσ] Τάκιτος [ουσ αρσ ]
ταγκό [ουσ ουδ.] τάκλιν {άκλ.}
ταγκός [επίθ.] τάκος [ουσ αρσ ]
τάγμα {τάγμ-ατος... τακούνι {τακουν-ιο...
ταγματάρχης {(κλητ. τα... τακτ {άκλ.}
τάδε [αντων.] τακτικά [επίρ.]
τάζω μππ. και τ... τακτική [θηλ.ουσ]
τάιγκα [θηλ.ουσ] τακτικός [επίθ.]
ταΐζω {τάισ-α, -... τακτικότητα [θηλ.ουσ]
Ταϊλάνδη [θηλ.ουσ] τακτισμός [ουσ αρσ ]
τάιμ άουτ [ουσ ουδ.] τακτοποιημένα [επίρ.]
ταινία {ταινιών} τακτοποιημένος [επίθ.]
ταινίαση {-ης κ. -ά... τακτοποίηση [θηλ.ουσ]
ταινίες [θηλ. ουσ πληθ.] τακτοποιήσιμος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: