Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αβλεψία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 disattenzio`ne ~f~; svista ~f~
2 sbadata`ggine ~f~; sbaglio ~m~; dimentica`nza ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αβλεπτώ αβόγγιστα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---