Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αβοήθητος  
επίθετο

non aiuta`to; non socco`rso; abbandona`to αφήνω κάποιον αβοήθητο==lasciare qualcuno senza aiuto | ξεψύχησε μόνος κι αβοήθητος==è morto solo e abbandonato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αβόγγιστα αβόιστα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---