Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αβυσσαλέος  
επίθετο

1 abissa`le
2 ((per estensione)) senza fo`ndo; inesplora`bile; insonda`bile
3 ((figurato)) profo`ndo; viscera`le; sviscera`to αβυσσαλέο μίσος==odio sviscerato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αβύθιστος άβυσσος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---