Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαθούλωμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

cavità ~f~; concavità ~f~; incavatu`ra ~f~; i`ncavo, inca`vo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαθουλός βαθουλωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---