Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαθουλωμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [βαθουλώνω]
2 affossa`to
3 depre`sso
4 incassa`to
5 incava`to
6 infossa`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαθούλωμα βαθουλώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---