Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαθύπλουτος  
επίθετο

ricco sfonda`to; strari`cco

βαθύπλουτος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 magna`te ~m~
2 plurimiliona`rio ~m~
3 ricco`ne ~m~
4 strari`cco ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαθύνω βαθυπόρφυρος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---