Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δακρυγόνα  
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

armi gas ~mp~ lacrimo`geni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δακρύβρεχτος δακρυγόνος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---