Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λεβεντιά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 l'e`ssere ~m~ viri`le e valoro`so, forza ~f~ d'a`nimo αντιμετώπισε με μεγάλη λεβεντιά τα βασανιστήρια == affrontò le torture con grande forza d' animo
2 portame`nto ~m~ fie`ro, impone`nte περπατούσε όλο λεβεντιά == avanzava con imponenza
3 generosità ~f~, virilità ~f~ d'a`nimo
4 gioventù ~f~ valoro`sa, gaglia`rda e genero`sa eίναι λεβεντιά άνθρωπος == è una persona in gamba, è un vero uomo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λεβέντης λεβέντισσα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---