Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λεγεώνα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 storia legio~m~ne ~f~
2 ((figurato)) grande folla ~f~, massa ~f~, legio`ne ~f~ λεγεώνες τουριστών == legioni di turisti && η λεγεώνα των ξένων == la legione straniera

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λεγέιν λεγεωνάριος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---