Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


οχυρώνω
ρήμα μεταβατικό

1 accastellare
2 afforzare
3 armare
4 corazzare
5 corroborare
6 fortificare
7 guarnire
8 imbertescare
9 merlare (vt)
10 munire (vt)
11 premunire (vt)
12 terrapienare
13 trincerare
14 scavare trincee

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  οχυρώνομαι οχύρωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---