Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παζαρεύω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 condurre
2 contrattare
3 discutere
4 mercanteggiare (vi)
5 patteggiare (vi)
6 patteggiare (vt)
7 stiracchiare (vt)
8 tirare sul prezzo
9 lesinare sul prezzo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παζάρεμα παζάρι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---