Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θάβομαι
ρήμα παθητικό

1 addentra`rsi
2 insabbia`rsi
3 mura`rsi
4 seppelli`rsi

θάβω  
ρήμα μεταβατικό

1 seppelli`re, inuma`re, tumula`re θάβω ένα πτώμα == seppellire un cadavere | τον έθαψαν στον οικoγενειακό τάφο == lo inumarono nella tomba di famiglia
2 seppelli`re, fare i funera`li θα ταφεί δημοσία δαπάνη == i funerali saranno a spese dello stato
3 sotterra`re, nasco`ndere οι πειρατές έθαψαν το θησαυρό σ'ένα ερημονήσι == i pirati hanno sotterrato il tesoro in un'isola deserta
4 (fig) affossa`re, accantona`re, soffoca`re, seppelli`re πρoσπάθησαν να θάψoυν τo νομοσχέδιο == tentarono di affossare il disegno di legge | έθαψαν το σκάνδαλο == soffocarono lo scandalo
5 (fig) ((popolare)) stronca`re η κριτική έθαψε τo έργο == la critica stroncò l'opera
6 (fig) ((popolare)) sparla`re, parla`re male di qualcuno όλoυς τους θάβει η φαρμακόγλωσσα == è una malalingua che sparla di tutti+++αυτή θα μας θάψει όλους (κι ύστερα θα πεθάνει)! == questa ci seppellirà tutti!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θάβγω Θαδδαίος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---