Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θάλλω  
ρήμα αμετάβατο

1 ((letterario)) fiori`re, sboccia`re
2 ((letterario)) (fig) prospera`re, e`ssere in (pie`no) rigo`glio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θαλλόφυτα θαλπερός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---