Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σταφιδιασμένος
επίθετο

1 adusto
2 aggrottato
3 passo
4 rinsecchito
5 secco
6 sfatto
7 sfiorito
8 vizzo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σταφίδιασμα σταφιδόψωμο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---