Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζαβολιάρης  
επίθετο

nei giochi imbroglionce`llo, baro oι συμμαθητές του δεν τον παίζουν, γιατί είναι ζαβoλιάρης == i compagni di scuola non giocano più con lui, perché è un imbroglione

ζαβολιάρισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [ζαβολιάρης ^-η, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζαβολιά ζαβολιάρικα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---