Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζαχαρωμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [ζαχαρώνω]
2 candi`to
3 zucchera`to
4 zucchero`so

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζαχάρωμα ζαχαρώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---