Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζύμη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 lie`vito ~m~, ferme`nto ~m~
2 (fig) pasta ~f~, i`ndole είναι από καλή ζύμη == è di buona pasta, è una pasta d'uomo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζυμέριν ζυμομύκης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---