Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abˈbajo]

1 αλύχτημα
2 φωνή σκύλου που γαβγίζει
3 τρόπος γαβγίσματος
4 αλύχτισμα
5 γάβγισμα
6 βάβισμα
7 υλακή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbaino abbaione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbaiata (θηλ.ουσ)
abbaiatore (ουσ αρσ )
abbaiatore (επίθ.)
abbaiatura (θηλ.ουσ)
abbaino (ουσ αρσ )
abbaio (ουσ αρσ )
abbaione (ουσ αρσ )
abballare (ρ. μτβ.)
abballinare (ρ. μτβ.)
abballottare (ρ. μτβ.)
abballottatura (θηλ.ουσ)
abbambinare (ρ. μτβ.)
abbambolato (επίθ.)
abbandonamento (ουσ αρσ )
abbandonare (ρ. μτβ.)
abbandonarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbandonatamente (επίρ.)
abbandonato (ουσ αρσ )
abbandonato (επίθ.)
abbandono (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---