Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γαιάνθρακας {γαιανθράκ... γαλαζοπράσινος [επίθ.]
γαιάνθραξ [ουσ αρσ ] γαλαζωπός [επίθ.]
γαϊδάρα [θηλ.ουσ] γαλαθηνός [επίθ.]
γάιδαρος {γαϊδάρ-ου... γαλακταγωγός [επίθ.]
γαϊδούρα {χωρ. γεν.... γαλακτερά [ουσ ουδ πληθ.]
γαϊδουράγκαθο [ουσ ουδ.] γαλακτερός [επίθ.]
γαϊδουράκι [ουσ ουδ.] γαλακτικός [επίθ.]
γαϊδούρι {γαϊδουρ-ι... γαλακτοβάκιλλος [ουσ αρσ ]
γαϊδουριά {χωρ. πληθ... γαλακτοβιομηχανία {γαλακτοβι...
γαϊδουρινός [επίθ.] γαλακτογένεση [θηλ.ουσ]
γαϊδουρινότατος [επίθ.] γαλακτογονία [θηλ.ουσ]
γαϊδουρινότερος [επίθ.] γαλακτογόνος [επίθ.]
γαϊδουρόβηχας {χωρ. γεν.... γαλακτόζη [θηλ.ουσ]
γαϊδουροκαλόκαιρο [ουσ ουδ.] γαλακτοκομείο [ουσ ουδ.]
γαιοκτήμονας {γαιοκτημό... γαλακτοκομία {χωρ. πληθ...
γαιοκτησία {γαιοκτησι... γαλακτοκομικός [επίθ.]
γαϊτανάκι {χωρ. γεν.... γαλακτοκόμος [ουσ αρσ ]
γαϊτάνι {γαϊταν-ιο... γαλακτόμετρο [ουσ αρσ ]
γαϊτανοφρύδης {χωρ. γεν.... γαλακτομπούρεκο [ουσ ουδ.]
γαιώδης {γαιώδ-ους... γαλακτοπαραγωγή {χωρ. πληθ...
γάλα [ουσ ουδ.] γαλακτοπαραγωγός [ουσ αρσ και θηλ.]
γαλάζιο [ουσ ουδ.] γαλακτοποιημένος [επίθ.]
γαλάζιος [επίθ.] γαλακτοποιητικός [επίθ.]
γαλαζοαίματος [επίθ.] γαλακτοποιός [ουσ αρσ και θηλ.]
γαλαζόπετρα {χωρ. γεν.... γαλακτοπωλείο [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: