ItalianoGreco


caròla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈrɔla]

1 ποίημα 15 δεκασύλλαβων γραμμών
2 παλιός χορός με τραγούδι
3 τραγουδάκι με ρεφρέν


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---