ItalianoGreco


carosèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [karoˈzɛllo]

1 δίνη
2 αλογάκια λούνα-παρκ
3 στροβιλισμός
4 ιπποδρόμιο
5 στρόβιλος
6 ανεμοστρόβιλος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---