Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

drogarsi (ρ.μ. (αντων.)) dubbiosità (θηλ.ουσ)
drogàto (ουσ αρσ ) dubbióso (επίθ.)
drogàto (επίθ.) dubitàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
drogherìa (θηλ.ουσ) dubitatìvo (επίθ.)
droghière (ουσ αρσ ) dubitóso (επίθ.)
dromedàrio (ουσ αρσ ) dùca (ουσ αρσ )
dròsera (θηλ.ουσ) ducàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
drosòfila (θηλ.ουσ) ducàto (ουσ αρσ )
drosòmetro (ουσ αρσ ) dùce (ουσ αρσ )
drùdo (αρσ. επίθ και ουσ) duchéssa (θηλ.ουσ)
drùida (ουσ αρσ και θηλ.) duchessìna (θηλ.ουσ)
druìdico (επίθ.) duchìno (ουσ αρσ )
druidìsmo (ουσ αρσ ) dùe ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
drùido (ουσ αρσ ) duecentésco (επίθ.)
drùpa (θηλ.ουσ) duecentèsimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
drupàceo (επίθ.) duecentìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
drùsa (θηλ.ουσ) duecènto ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
duàle (αρσ. επίθ και ουσ) duellànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dualìsmo (ουσ αρσ ) duellàre (ρ.αμτβ.)
dualìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) duellìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
dualìstico (επίθ.) duèllo (ουσ αρσ )
dualità (θηλ.ουσ) duemìla ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
dubbiézza (θηλ.ουσ) duepèzzi (ουσ αρσ )
dùbbio (ουσ αρσ ) duétto (ουσ αρσ και θηλ.)
dùbbio (επίθ.) dùglia (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: