Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


burróso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [burˈroso], [burˈrozo]

βουτυρένιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  burrone bus  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

burrificare (ρ. μτβ.)
burrificazione (θηλ.ουσ)
burrificio (ουσ αρσ )
burro (ουσ αρσ )
burrone (ουσ αρσ )
burroso (επίθ.)
bus (ουσ αρσ )
busca (θηλ.ουσ)
buscare (ρ. μτβ.)
buscarsi (ρ.μ. (αντων.))
buscherare (ρ. μτβ.)
buscheratura (θηλ.ουσ)
buscherio (ουσ αρσ )
bussa (θηλ.ουσ)
bussare (ρ. μτβ.)
bussata (θηλ.ουσ)
bussetto (ουσ αρσ )
busso (ουσ αρσ )
bussola (θηλ.ουσ)
bussolotto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---