Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cabinàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kabiˈnato]

1 πλοίο με καμπίνες
2 κρουαζιερόπλοιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cabina cabinista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cabalistico (επίθ.)
cabaret (ουσ αρσ )
cabarettistico (επίθ.)
cabestano (ουσ αρσ )
cabina (θηλ.ουσ)
cabinato (επίθ.)
cabinista (ουσ αρσ και θηλ.)
cabinovia (θηλ.ουσ)
cablaggio (ουσ αρσ )
cablare (ρ. μτβ.)
cablo (ουσ αρσ )
cablogramma (ουσ αρσ )
cabotaggio (ουσ αρσ )
cabotare (ρ.αμτβ.)
cabotiere (ουσ αρσ )
cabotiero (ουσ αρσ )
cabotiero (επίθ.)
cabrare (ρ.αμτβ.)
cabrata (θηλ.ουσ)
cabriolè (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---