Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dàcia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdaʧa]

ντάτσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  daccordo dada  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dabbene (αρσ. επίθ και ουσ)
daccanto (επίρ.)
daccapo (επίρ.)
dacché (σύνδ.)
daccordo (επίρ.)
dacia (θηλ.ουσ)
dada (ουσ αρσ και θηλ.)
dada (επίθ.)
dadaismo (ουσ αρσ )
dadaista (ουσ αρσ και θηλ.)
dadaista (επίθ.)
dado (ουσ αρσ )
daffare (ουσ αρσ )
dafne (θηλ.ουσ)
dafnia (θηλ.ουσ)
daga (θηλ.ουσ)
dagherrotipia (θηλ.ουσ)
dagherrotipo (ουσ αρσ )
dagli (επιφ.)
dài (επιφ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---