Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


damàsco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [daˈmasko]

1 δαμάσκο
2 δαμασκηνό ύφασμα ή ατσάλι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  damaschino damerino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

damasceno (αρσ. επίθ και ουσ)
damaschinare (ρ. μτβ.)
damaschinatore (ουσ αρσ )
damaschinatura (θηλ.ουσ)
damaschino (αρσ. επίθ και ουσ)
damasco (ουσ αρσ )
damerino (ουσ αρσ )
damiera (θηλ.ουσ)
damiere (ουσ αρσ )
damigella (θηλ.ουσ)
damigiana (θηλ.ουσ)
damista (ουσ αρσ και θηλ.)
dammeno (επίθ.)
danaro (ουσ αρσ )
danaroso (αρσ. επίθ και ουσ)
dancing (ουσ αρσ )
danda (θηλ.ουσ)
dandismo (ουσ αρσ )
danese (ουσ αρσ και θηλ.)
danese (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---