Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dantìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [danˈtizmo]

1 έκφραση του Δάντη
2 μελέτη των έργων του Δάντη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dantesco dantista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dannosità (θηλ.ουσ)
dannoso (επίθ.)
Dante (κύρ.όν. αρσ.)
dantesca (θηλ.ουσ)
dantesco (επίθ.)
dantismo (ουσ αρσ )
dantista (ουσ αρσ και θηλ.)
dantistica (θηλ.ουσ)
danza (θηλ.ουσ)
danzante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
danzare (ρ.αμτβ.)
danzatore (ουσ αρσ )
danzatrice (θηλ.ουσ)
dappertutto (επίρ.)
dappiè (επίρ.)
dappiede (επίρ.)
dappiu (επίθ.)
dappocaggine (θηλ.ουσ)
dappoco (επίθ.)
dappoi (σύνδ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---