Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dùo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈduo]

1 ντουέτο
2 ντούο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dunque duodecima  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dulcinea (θηλ.ουσ)
dulia (θηλ.ουσ)
dumdum (αρσ. επίθ και ουσ)
duna (θηλ.ουσ)
dunque (σύνδ.)
duo (ουσ αρσ )
duodecima (θηλ.ουσ)
duodecimale (επίθ.)
duodecimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
duodenale (επίθ.)
duodenite (θηλ.ουσ)
duodeno (ουσ αρσ )
duolo (ουσ αρσ )
duomo (ουσ αρσ )
duopolio (ουσ αρσ )
duplex (αρσ. επίθ και ουσ)
duplicare (ρ. μτβ.)
duplicato (ουσ αρσ )
duplicatore (αρσ. επίθ και ουσ)
duplicazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---