Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eccitàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [etʧiˈtabile]

1 ευέξαπτος
2 ευερέθιστος
3 οξύθυμος
4 αράθυμος
5 θερμόαιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eccipiente eccitabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ecchimosi (θηλ.ουσ)
ecchimotico (επίθ.)
eccì (ονοματ.)
eccidio (ουσ αρσ )
eccipiente (επίθ.)
eccitabile (επίθ.)
eccitabilità (θηλ.ουσ)
eccitamento (ουσ αρσ )
eccitante (επίθ.)
eccitare (ρ. μτβ.)
eccitarsi (ρ. μ. αμτβ.)
eccitativo (επίθ.)
eccitato (επίθ.)
eccitatore (ουσ αρσ )
eccitatore (επίθ.)
eccitazione (θηλ.ουσ)
ecclesiale (επίθ.)
ecclesiaste (ουσ αρσ )
ecclesiastico (ουσ αρσ )
ecclesiastico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---