Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ecclesiòlogo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ek,klɛˈzjɔlogo]

εκκλησιολόγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ecclesiologia ecclimetro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ecclesiale (επίθ.)
ecclesiaste (ουσ αρσ )
ecclesiastico (ουσ αρσ )
ecclesiastico (επίθ.)
ecclesiologia (θηλ.ουσ)
ecclesiologo (ουσ αρσ )
ecclimetro (ουσ αρσ )
ecco (επίρ.)
eccome (επίρ.)
ecdemico (επίθ.)
echeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
echidna (θηλ.ουσ)
echino (ουσ αρσ )
echinococco (ουσ αρσ )
echinococcosi (θηλ.ουσ)
echinodermi (ουσ αρσ πληθ.)
eclampsia (θηλ.ουσ)
ecletticismo (ουσ αρσ )
eclettico (αρσ. επίθ και ουσ)
eclettismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---