Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fabbricóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fabbriˈkone]

πολυκατοικία (απεριποίητη) σε περιοχή με άναρχη οικιστική εξάπλωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fabbriciere fabbro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fabbricato (επίθ.)
fabbricatore (αρσ. επίθ και ουσ)
fabbricazione (θηλ.ουσ)
fabbriceria (θηλ.ουσ)
fabbriciere (ουσ αρσ )
fabbricone (ουσ αρσ )
fabbro (ουσ αρσ )
fabianismo (ουσ αρσ )
fabulazione (θηλ.ουσ)
faccenda (θηλ.ουσ)
faccendiere (αρσ. επίθ και ουσ)
faccendone (ουσ αρσ )
faccetta (θηλ.ουσ)
faccettatura (θηλ.ουσ)
facchinaggio (ουσ αρσ )
facchinata (θηλ.ουσ)
facchinesco (επίθ.)
facchino (ουσ αρσ )
faccia (θηλ.ουσ)
facciale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---