Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fàlso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈfalso]

1 (banconota, documento, quadro) πλαστός (-ή, -ό)
2 (oro, gioielli) ψεύτικος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  falsità falsopiano  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


vero o falso? = αλήθεια ή ψέματα;


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

falsificabile (επίθ.)
falsificare (ρ. μτβ.)
falsificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
falsificazione (θηλ.ουσ)
falsità (θηλ.ουσ)
falso (επίθ.)
falsopiano (ουσ αρσ )
fama (θηλ.ουσ)
fame (θηλ.ουσ)
famedio (ουσ αρσ )
famelico (επίθ.)
famigerato (επίθ.)
famiglia (θηλ.ουσ)
famigliare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
famiglio (ουσ αρσ )
familiare (ουσ αρσ και θηλ.)
familiare (επίθ.)
familiarità (θηλ.ουσ)
familiarizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
familiarizzarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---