Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gabbàna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [gabˈbana]

1 φόρμα προστασίας πάνω από ρούχα
2 ριχτό πανωφόρι με κουκούλα
3 φόρμα εργασίας ή ποδιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gabbamondo gabbanella  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fusto (ουσ αρσ )
futuro (ουσ αρσ )
futuro (επίθ.)
gabardine (ουσ αρσ και θηλ.)
gabbamondo (ουσ αρσ και θηλ.)
gabbana (θηλ.ουσ)
gabbanella (θηλ.ουσ)
gabbano (ουσ αρσ )
gabbare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gabbarsi (ρ.μ. (αντων.))
gabbatore (αρσ. επίθ και ουσ)
gabbia (θηλ.ουσ)
gabbiano (ουσ αρσ )
gabbiata (θηλ.ουσ)
gabbiere (ουσ αρσ )
gabbione (ουσ αρσ )
gabbo (ουσ αρσ )
gabbro (ουσ αρσ )
gabella (θηλ.ουσ)
gabellare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---