Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


galantuòmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [galanˈtwɔmo]

1 άρχοντας
2 τζέντλεμαν
3 γαλαντόμος άνθρωπος
4 άνθρωπος με ευγενικούς τρόπους
5 τίμιος άνθρωπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  galantomismo galassia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gala (θηλ.ουσ)
galante (επίθ.)
galanteria (θηλ.ουσ)
galantina (θηλ.ουσ)
galantomismo (ουσ αρσ )
galantuomo (ουσ αρσ )
galassia (θηλ.ουσ)
galateo (ουσ αρσ )
galattico (επίθ.)
galattoforo (αρσ. επίθ και ουσ)
galattometro (ουσ αρσ )
galattopoietico (επίθ.)
galattosio (ουσ αρσ )
galaverna (θηλ.ουσ)
galbano (ουσ αρσ )
galbulo (ουσ αρσ )
galea (θηλ.ουσ)
galeazza (θηλ.ουσ)
galena (θηλ.ουσ)
galenico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---