Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


handicappàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [endikapˈpato], [andikapˈpato]

ο ανάπηρος (-η)

handicappàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [endikapˈpato], [andikapˈpato]

ανάπηρος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  handicappare hangar  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

halibut (ουσ αρσ )
hall (θηλ.ουσ)
hamburger (ουσ αρσ )
handicap (ουσ αρσ )
handicappare (ρ. μτβ.)
handicappato (ουσ αρσ )
handicappato (επίθ.)
hangar (ουσ αρσ )
happening (ουσ αρσ )
harakiri (ουσ αρσ )
harem (ουσ αρσ )
harmattan (ουσ αρσ )
harmonium (ουσ αρσ )
harveizzare (ρ. μτβ.)
hascisc (ουσ αρσ )
hashish (ουσ αρσ )
haute (θηλ.ουσ)
haute–couture (θηλ.ουσ)
hawaiano (αρσ. επίθ και ουσ)
hegeliano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---