Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mustàcchi  
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [musˈtakki]

1 πλωριά καμπούνια
2 μουστάκια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mussulmano mustela  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mussare (ρ.αμτβ.)
mussola (θηλ.ουσ)
mussolina (θηλ.ουσ)
mussulmano (ουσ αρσ )
mussulmano (επίθ.)
mustacchi (ουσ αρσ πληθ.)
mustela (θηλ.ουσ)
musulmano (ουσ αρσ )
musulmano (επίθ.)
muta (θηλ.ουσ)
mutabile (θηλ. επίθ και ουσ)
mutabilità (θηλ.ουσ)
mutageno (επίθ.)
mutamento (ουσ αρσ )
mutande (θηλ. ουσ πληθ.)
mutandine (θηλ. ουσ πληθ.)
mutante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mutare (ρ.αμτβ.)
mutare (ρ. μτβ.)
mutasi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---