Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nutrìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [nuˈtrito]

1 θραψερός
2 μεγαλωμένος
3 πολυάριθμος
4 θρεμμένος
5 αναθρεμμένος
6 ευτραφής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nutritivo nutritore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nutrice (θηλ.ουσ)
nutriente (αρσ. επίθ και ουσ)
nutrimento (ουσ αρσ )
nutrire (ρ. μτβ.)
nutritivo (επίθ.)
nutrito (επίθ.)
nutritore (αρσ. επίθ και ουσ)
nutrizionale (επίθ.)
nutrizione (θηλ.ουσ)
nutrizionista (ουσ αρσ και θηλ.)
nuvola (θηλ.ουσ)
nuvolaglia (θηλ.ουσ)
nuvolo (ουσ αρσ )
nuvolo (επίθ.)
nuvolosità (θηλ.ουσ)
nuvoloso (επίθ.)
nuziale (επίθ.)
nuzialità (θηλ.ουσ)
nylon (ουσ αρσ )
o (σύνδ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---