Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


obèso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oˈbɛzo]

1 παχύσαρκο άτομο
2 χοντρός
3 χοντρομπαλάς

obèso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [oˈbɛzo]

1 παχύς
2 πολύσαρκος
3 σαρκώδης
4 εύσαρκος
5 παχύσαρκος
6 παχύσωμος
7 τετράπαχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  obesità obice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

obbrobrioso (επίθ.)
obelisco (ουσ αρσ )
oberare (ρ. μτβ.)
oberato (επίθ.)
obesità (θηλ.ουσ)
obeso (ουσ αρσ )
obeso (επίθ.)
obice (ουσ αρσ )
obiettare (ρ.αμτβ.)
obiettivamente (επίρ.)
obiettivare (ρ. μτβ.)
obiettivarsi (ρ.μ. (αντων.))
obiettivismo (ουσ αρσ )
obiettività (θηλ.ουσ)
obiettivo (ουσ αρσ )
obiettivo (επίθ.)
obiettore (ουσ αρσ )
obiezione (θηλ.ουσ)
obito (ουσ αρσ )
obitorio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---