Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pacìfico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paˈʧifiko]

φιλήσυχος άνθρωπος

pacìfico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [paˈʧifiko]

ειρηνικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pacificazione pacifismo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


Oceano [αρσ.] Pacifico = ο Ειρηνικός Ωκεανός


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pacificare (ρ.αμτβ.)
pacificarsi (ρ.μ. (αντων.))
pacificatore (ουσ αρσ )
pacificatore (επίθ.)
pacificazione (θηλ.ουσ)
pacifico (ουσ αρσ )
pacifico (επίθ.)
pacifismo (ουσ αρσ )
pacifista (ουσ αρσ και θηλ.)
pacifista (επίθ.)
pacioccone (ουσ αρσ )
pacioccone (επίθ.)
pacione (ουσ αρσ )
pacioso (επίθ.)
pack (ουσ αρσ )
padano (επίθ.)
padda (ουσ αρσ και θηλ.)
padella (θηλ.ουσ)
padellata (θηλ.ουσ)
padiglione (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---