Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


quàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈkwale]

ποιος (-ά, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  qualcuno qualifica  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


il quale [αρσ.], colui [αρσ.] che = ο οποίος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quaggiù (επίρ.)
quaglia (θηλ.ουσ)
qualche (οριστ. επίθ.)
qualcosa (οριστ. αντων.)
qualcuno (οριστ. αντων.)
quale (επίθ.)
qualifica (θηλ.ουσ)
qualificabile (επίθ.)
qualificare (ρ. μτβ.)
qualificativo (αρσ. επίθ και ουσ)
qualificato (επίθ.)
qualificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
qualificazione (θηλ.ουσ)
qualità (θηλ.ουσ)
qualitativamente (επίρ.)
qualitativo (ουσ αρσ )
qualitativo (επίθ.)
qualora (σύνδ.)
qualsiasi (επίθ.)
qualunque (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---