Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tacheometrìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [takeomeˈtria]

1 μέτρηση ταχύτητας
2 ταχυμετρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tacere tacheometrico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tacco (ουσ αρσ )
taccola (θηλ.ουσ)
taccone (ουσ αρσ )
taccuino (ουσ αρσ )
tacere (ρ.αμτβ.)
tacheometria (θηλ.ουσ)
tacheometrico (επίθ.)
tacheometro (ουσ αρσ )
tachicardia (θηλ.ουσ)
tachicardico (ουσ αρσ )
tachicardico (επίθ.)
tachifagia (θηλ.ουσ)
tachiglosso (ουσ αρσ )
tachigrafia (θηλ.ουσ)
tachigrafico (επίθ.)
tachigrafo (ουσ αρσ )
tachimetria (θηλ.ουσ)
tachimetro (ουσ αρσ )
tachione (ουσ αρσ )
tachipnea (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---