Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ufficiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [uffiˈʧare]

1 τελετουργώ
2 τελώ ιεροτελεστία
3 λειτουργώ
4 ιερουργώ
5 χοροστατώ

ufficiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [uffiˈʧare]

προσκαλώ επίσημα (αξιωματούχους κλπ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ufficiante ufficiatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ufficialità (θηλ.ουσ)
ufficializzare (ρ. μτβ.)
ufficialmente (επίρ.)
ufficiante (ουσ αρσ )
ufficiante (επίθ.)
ufficiare (ρ.αμτβ.)
ufficiare (ρ. μτβ.)
ufficiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ufficiatura (θηλ.ουσ)
ufficio (ουσ αρσ )
ufficiosamente (επίρ.)
ufficiosità (θηλ.ουσ)
ufficioso (επίθ.)
uffizio (ουσ αρσ )
ufo (ουσ αρσ )
ufologia (θηλ.ουσ)
ufologico (επίθ.)
ufologo (ουσ αρσ )
ugandese (ουσ αρσ )
ugandese (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---