Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


uguagliaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ugwaʎʎaˈmento]

εξίσωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  uguagliabile uguaglianza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ugola (θηλ.ουσ)
ugonotto (αρσ. επίθ και ουσ)
ugrico (αρσ. επίθ και ουσ)
ugrofinnico, ugro–finnico (αρσ. επίθ και ουσ)
uguagliabile (επίθ.)
uguagliamento (ουσ αρσ )
uguaglianza (θηλ.ουσ)
uguagliare (ρ. μτβ.)
uguagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
uguale (επίθ.)
ugualitario (αρσ. επίθ και ουσ)
ugualitarismo (ουσ αρσ )
ugualmente (επίρ.)
uh (επιφ.)
uhm (επιφ.)
uistitì (ουσ αρσ )
ukase (ουσ αρσ )
ukulele (ουσ αρσ και θηλ.)
ulano (ουσ αρσ )
ulcera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---