Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


xantène  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ksanˈtɛne]

άλας ή εστέρας ξανθικού οξέως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  würstel xantico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

winchester (ουσ αρσ )
windsurf (ουσ αρσ )
wolframio (ουσ αρσ )
wolframite (θηλ.ουσ)
würstel (ουσ αρσ )
xantene (ουσ αρσ )
xantico (επίθ.)
xantina (θηλ.ουσ)
xantismo (ουσ αρσ )
xantoficee (θηλ. ουσ πληθ.)
xantofilla (θηλ.ουσ)
xantoma (ουσ αρσ )
xantomatoso (επίθ.)
xantopsia (θηλ.ουσ)
xenia (θηλ.ουσ)
xeno (ουσ αρσ )
xenodochio (ουσ αρσ )
xenofobia (θηλ.ουσ)
xenofobo (ουσ αρσ )
xenofobo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---