Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


yòle  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈjɔle]

μικρή βάρκα πλοίου (χρησιμοποίησε καλύτερα το iole)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  yogurt yorkshire terrier  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

yeti (ουσ αρσ )
yoga (ουσ αρσ )
yogi (ουσ αρσ )
yogin (ουσ αρσ και θηλ.)
yogurt (ουσ αρσ )
yole (θηλ.ουσ)
yorkshire terrier (ουσ αρσ )
yo–yò (ουσ αρσ )
yprite (θηλ.ουσ)
yuan (ουσ αρσ )
yucca (θηλ.ουσ)
yurta (θηλ.ουσ)
zabaione (ουσ αρσ )
zabro (ουσ αρσ )
Zaccaria (ουσ αρσ πληθ.)
zacchera (θηλ.ουσ)
zaccherone (ουσ αρσ )
zaccheroso (επίθ.)
zaffare (ρ. μτβ.)
zaffata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---