Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbagliànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abbaʎˈʎante]

1 μεγάλα φώτα αυτοκινήτου (μεγάλη σκάλα)
2 auto οι προβολείς

abbagliànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [abbaʎˈʎante]

1 εκτυφλωτικός
2 θαμβωτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbagliamento abbagliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbaco (ουσ αρσ )
abbacone (ουσ αρσ )
abbadare (ρ.αμτβ.)
abbadessa (θηλ.ουσ)
abbagliamento (ουσ αρσ )
abbagliante (ουσ αρσ )
abbagliante (επίθ.)
abbagliare (ρ.αμτβ.)
abbaglio (ουσ αρσ )
abbaiamento (ουσ αρσ )
abbaiare (ρ.αμτβ.)
abbaiata (θηλ.ουσ)
abbaiatore (ουσ αρσ )
abbaiatore (επίθ.)
abbaiatura (θηλ.ουσ)
abbaino (ουσ αρσ )
abbaio (ουσ αρσ )
abbaione (ουσ αρσ )
abballare (ρ. μτβ.)
abballinare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---